- αναρμοδιότητα
- ηη έλλειψη αρμοδιότητας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναρμοδιότητα — η 1. έλλειψη αρμοδιότητας: Ο υπάλληλος στον οποίο απευθύνθηκαν πρόβαλε αναρμοδιότητα. 2. (νομ.), η νόμιμη αδυναμία ενός δικαστηρίου να δικάσει μια υπόθεση λέγεται αναρμοδιότητά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έφεση — Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην επίτευξη νέας εξέτασης μιας υπόθεσης και συνεπώς νέας απόφασης, από μέρους ενός δικαστή, ιεραρχικά ανώτερου από εκείνον που είχε εκδώσει την πρώτη απόφαση. Ο όρος έ. ανάγεται στο αρχαίο αττικό δίκαιο και συνδέεται… … Dictionary of Greek
αναρμόδιος — ια, ιο (AM ἀναρμόδιος, ον) ο μη αρμόδιος, ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει δικαίωμα να εκτελέσει κάτι ή να αποφανθεί για κάτι 2. το ουδ. ως ουσ. το αναρμόδιο η αναρμοδιότητα* … Dictionary of Greek
ακυρωτική δικαιοδοσία — Η εξουσία των δικαστηρίων να ακυρώνουν αποφάσεις άλλων δικαστηρίων ή πράξεις των διοικητικών αρχών, που είναι αντίθετες στο σύνταγμα και τους νόμους. Η εξουσία αυτή ανήκει στα ακυρωτικά δικαστήρια και συγκεκριμένα στον Άρειο Πάγο και το Συμβούλιο … Dictionary of Greek
Επικρατείας, Συμβούλιο της– — Ονομασία που φέρει σε διάφορες χώρες το ανώτατο δικαστήριο διοικητικής δικαιοσύνης, στο οποίο έχουν ανατεθεί κατά κανόνα, εκτός από τις καθαυτό δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και γνωμοδοτικά καθήκοντα, ως συμβουλευτικού οργάνου της διοίκησης.… … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο — Δικαστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. λ.). Αποτελείται από 15 δικαστές και 8 γενικούς εισαγγελείς, οι οποίοι διορίζονται με κοινή συμφωνία των κυβερνήσεων για εξαετή θητεία. Αν και στη συνθήκη δεν ορίζεται κατανομή των δικαστών ανά… … Dictionary of Greek